- τρίμερος
- η , ο трёхдневный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρίμερος — η, ο, Ν 1. (συγκεκομμένος τ.) τριήμερος 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίμερο νηστεία με αποχή από κάθε τροφή που γίνεται κατά τις τρεις πρώτες μέρες τής Σαρακοστής 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρίμερα μνημόσυνο που τελείται κατά την τρίτη μέρα από τον… … Dictionary of Greek
τρίμερος — η, ο 1. τριήμερος (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., τρίμερο, το νηστεία τριών ημερών από την Καθαρή Δευτέρα ως τον εσπερινό της Τετάρτης. 3. πληθ., τρίμερα, τα μνημόσυνο την τρίτη ημέρα από το θάνατο κάποιου. 4. ονομασία του φυτού κυκλάμινο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίμερο — το, Ν βλ. τρίμερος … Dictionary of Greek